UNDER CONSTRUCTION

paragarepublic@gmail.com

Saturday 16 February 2013

Φορολογία και δήμευση της ακίνητης περιουσίας




Πολλά ακούγονται τον τελευταίο καιρό για τη φορολογία στα ακίνητα. Το σχέδιο της κυβέρνησης – και δέσμευση προς την τρόικα – είναι η αναθεώρηση του φόρου ακίνητης περιουσίας προκειμένου να ενσωματώσει τα έσοδα από το ΕΕΤΗΔΕ, το γνωστό δηλαδή «χαράτσι» της ΔΕΗ. Το τελευταίο, πέρα από τα ζητήματα νομιμότητας που είχε δημιουργήσει, είχε και δύο επιπλέον προβλήματα: Αφενός δεν υπήρχε αφορολόγητο όριο καθώς οι ιδιοκτήτες επιβαρύνονταν από το πρώτο ευρώ αξίας του ακινήτου και αφετέρου υπήρχαν περιθώρια αποφυγής του φόρου καθώς ο ιδιοκτήτης μπορούσε απλά να διακόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στα ακίνητα που δεν χρησιμοποιούσε και να απαλλαγεί από τη φορολόγηση.

Ο φόρος ακίνητης περιουσίας, όπως και κάθε φόρος παγίου κεφαλαίου, έχει το δημοσιονομικό πλεονέκτημα ότι φορολογεί ένα απόθεμα και όχι μια συναλλαγή, όπως οι φόροι κατανάλωσης. Οι ιδιοκτήτες δηλαδή δεν έχουν και πολλά περιθώρια αποφυγής της φορολόγησης σε αντίθεση με τους φόρους κατανάλωσης όπου οι πολίτες μπορούν άμεσα να περιορίσουν τις συναλλαγές τους. Βέβαια αυτό το πλεονέκτημα υφίσταται μόνο βραχυχρόνια. Μακροχρόνια, θα περιοριστεί η ζήτηση ακινήτων, οι τιμές θα πέσουν και τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν. Εδώ βέβαια υπάρχει η λεπτομέρεια ότι ο φόρος υπολογίζεται στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και όχι στις εμπορικές με αποτέλεσμα το κράτος να έχει την ευχέρεια να παρακάμψει τις ενοχλητικές επιπτώσεις των φόρων στις τιμές (τις λεγόμενες στρεβλώσεις της αγοράς).

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι μοναδικοί φόροι που σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση στην περίοδο του μνημονίου ήταν οι φόροι περιουσίας καθώς έφτασαν στα 2,7 δις το 2012 από το μόλις 1,2 δις το 2011 – κυρίως λόγω του ΕΕΤΗΔΕ. Για το 2013 ο προϋπολογισμός προβλέπει την είσπραξη 3,2 δις και το όλο θέμα είναι ο καθορισμός των συντελεστών και των κλιμακίων του ενιαίου φόρου ακίνητης περιουσίας ώστε τα έσοδα να διατηρηθούν στο ίδιο επίπεδο και το 2014, χωρίς το ΕΕΤΗΔΕ. Μέχρι τώρα μόνο σενάρια έχουν διαρρεύσει που αναφέρουν αρχικό συντελεστή της τάξης του 0,1% - 0,15% σε περιουσίες πάνω από εκατό χιλιάδες ευρώ ο οποίος θα φτάνει μέχρι 1,5%-2% για περιουσίες πάνω από 3-4 εκ. ευρώ. Εδώ βέβαια κρύβονται οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της φορολογίας που αποτελούν και την ταμπακέρα της συζήτησης.

Με την πρώτη διαρροή των σεναρίων ξεκίνησαν κι οι πρώτες μουρμούρες και μάλιστα από βουλευτές της ΝΔ καταγγέλλοντας ότι ο ενιαίος φόρος ακινήτων θα οδηγήσει σε «δήμευση της ακίνητης περιουσίας των πολιτών». Με άλλα λόγια, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα αναγκαστούν να ρευστοποιήσουν την περιουσία τους προκειμένου να ανταποκριθούν στη συνολική φορολογική τους υποχρέωση σε βάθος χρόνου. Αυτό φαίνεται με ένα απλό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ακίνητη περιουσία αξίας εκατό χιλιάδων ευρώ φορολογείται με μέσο συντελεστή 0,1%, δηλαδή ο ιδιοκτήτης της πληρώνει φόρο εκατό ευρώ το χρόνο. Σε χίλια χρόνια (!) θα του έχει δημεύσει την περιουσία το κράτος. Ας υποθέσουμε τώρα ότι για περιουσία αξίας πέντε εκατομμυρίων ευρώ ο μέσος συντελεστής είναι 1%. Ο ιδιοκτήτης της θα πληρώνει φόρο πενήντα χιλιάδες ευρώ το χρόνο και η περιουσία του θα έχει πρακτικά δημευτεί σε εκατό χρόνια. Είναι προφανές ότι, λόγω των κλιμακωτών συντελεστών, το πρόβλημα της δήμευσης αυξάνεται ανάλογα με το ύψος της περιουσίας.

Φυσικά κανένας σημερινός ενήλικας μεγαλοϊδιοκτήτης δε θα κυκλοφορεί μετά από εκατό χρόνια αλλά εφόσον νοιάζεται για το μέλλον της περιουσίας του, δηλαδή για τους κληρονόμους του, έχει κάθε λόγο να ανησυχεί βλέποντας την τρόικα (και όχι τους κομμουνιστές, όπως νόμιζε κάποτε) να απειλεί να «του πάρει το σπίτι». Και όταν η εγχώρια ελίτ ανησυχεί επιστρατεύει το πολιτικό της προσωπικό, από τον Μάκη Βορίδη μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη, να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Το πράγμα όμως περιπλέκεται αφού η συγκεκριμένη φορολογική μεταρρύθμιση αποτελεί συμβατική υποχρέωση απέναντι στην τρόικα. Υπάρχει συνεπώς μια διαφαινόμενη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ εγχώριας ελίτ και τρόικας με αμφίβολη έκβαση. Προς το παρόν φαίνεται πως οι αντιδράσεις έπιασαν τόπο καθώς, αμέσως μετά την τελευταία συνάντηση των πολιτικών αρχηγών (Τετάρτη 6/2) το όλο σχέδιο φαίνεται να μπαίνει στο ψυγείο.