UNDER CONSTRUCTION

paragarepublic@gmail.com

Monday 14 January 2013

Τα λάθη στις προβλέψεις και οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές



Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε μια έκθεση γραμμένη από τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ και τον Ντάνιελ Λη που αναφέρεται στις εσφαλμένες προβλέψεις σχετικά με την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στην πραγματική οικονομία. Το σκεπτικό ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι η ύφεση υπήρξε πολλή βαθύτερη από την αναμενόμενη, δηλαδή οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την εξέλιξη του ΑΕΠ έχουν πέσει πανηγυρικά έξω. Τι μπορεί να πήγε στραβά; Θα μπορούσε να πρόκειται για τυχαίο γεγονός, όπως η παρουσία εξωγενών παραγόντων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν. Από την άλλη όμως, ίσως να πρόκειται για πρόβλημα στο ίδιο το μοντέλο που χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη και ειδικότερα στην υποτίμηση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στον καθορισμό του ΑΕΠ.

Για να απαντήσουν στο ερώτημα εξετάζουν τη σχέση ανάμεσα στο σφάλμα της πρόβλεψης και το εύρος της δημοσιονομικής συρρίκνωσης. Τα αποτελέσματά τους δείχνουν μια συστηματική σχέση ανάμεσα στα δύο μεγέθη, πράγμα που σημαίνει πως όσο μεγαλύτερη η δημοσιονομική συρρίκνωση τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το σφάλμα της πρόβλεψης, δηλαδή η πραγματική ύφεση θα είναι βαθύτερη από την προβλεπόμενη. Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής στη συνολική οικονομική δραστηριότητα είναι μεγαλύτερη από αυτή που υποθέτουν τα μοντέλα πρόβλεψης.

Η σχέση μεταξύ δημοσιονομικής πολιτικής και πραγματικής οικονομίας περιγράφεται από τους πολλαπλασιαστές. Οι τελευταίοι αφορούν την επίπτωση στη συνολική δαπάνη που προκαλεί μια μεταβολή των φόρων ή των δημόσιων δαπανών. Προφανώς, όσο μεγαλύτεροι οι πολλαπλασιαστές τόσο μεγαλύτερη η ύφεση που προκαλεί η δημοσιονομική συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, από το 2009 μέχρι το 2012 υπήρξε μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά περίπου 21 δις σε ονομαστικούς όρους, κάτι που μας δίνει προσεγγιστικά το μέγεθος της δημοσιονομικής συρρίκνωσης. Στην ίδια περίοδο το ονομαστικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 36 δις. Ένας μπακάλικος υπολογισμός μας λέει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι περίπου 1,7 (36 διά 21) δηλαδή κάθε 1 δις μείωσης του ελλείμματος συνεπάγεται μείωση του ΑΕΠ κατά 1,7 δις.

Η αντιπαράθεση για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές είναι από τις πιο παλιές στη μακροοικονομική θεωρία. Σύμφωνα με τον Κέινς, αν, για παράδειγμα, το κράτος απολύσει ένα δημόσιο υπάλληλο τότε οι δαπάνες μειώνονται κατά το μισθό του συγκεκριμένου υπαλλήλου. Ο απολυμένος με τη σειρά του θα σταματήσει να δαπανά με αποτέλεσμα να μειωθούν και οι εισπράξεις του σούπερ μάρκετ, του εστιατορίου της γειτονιάς του, του σπιτονοικοκύρη του, κλπ. Αυτοί με τη σειρά τους θα μειώσουν αναλόγως τις δαπάνες τους και συνεπώς τις εισπράξεις κάποιων άλλων και ούτω καθεξής. Δηλαδή η αρχική μείωση των δαπανών συνεχίζεται και το τελικό αποτέλεσμα στη ζήτηση είναι πολλαπλάσιο του αρχικού.

Για τους κλασικούς οικονομολόγους (δηλαδή πριν τον Κέινς) η σχέση απλά δεν υπήρχε. Ο απολυμένος υπάλληλος θα βρει δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον βέβαια η αγορά εργασίας λειτουργεί ανταγωνιστικά, δηλαδή οι μισθοί είναι αρκετά χαμηλοί ώστε να είναι επικερδής η πρόσληψή του. Ο πολλαπλασιαστής είναι μηδέν, όπως και γενικότερα η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Για τους σύγχρονους νέους-κλασικούς, η επίπτωση μπορεί να είναι αντίστροφη. Εφόσον οι κρατικές δαπάνες είναι χαμηλότερες μετά την απόλυση του υπαλλήλου, τότε και οι μελλοντικοί φόροι θα είναι χαμηλότεροι, δηλαδή τα άτομα θα έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα στο μέλλον. Λογικά, θα αρχίσουν από τώρα να ξοδεύουν ένα μέρος του μελλοντικού τους εισοδήματος με συνέπεια να υπάρξει αύξηση της ζήτησης. Έτσι οι πολλαπλασιαστές μπορεί εν τέλει να είναι και αρνητικοί. Αυτή είναι η σχετικά πρόσφατη θεωρία της επεκτατικής λιτότητας, που παρά την ελλιπέστατη θεωρητική και εμπειρική της τεκμηρίωση, έχει επικρατήσει απόλυτα.

Ωστόσο, είναι η δεύτερη φορά, μετά την έκθεση του περασμένου Οκτωβρίου, που οικονομολόγοι του ΔΝΤ αμφισβητούν ανοικτά βασικούς πυλώνες των προγραμμάτων σταθεροποίησης, δηλαδή τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εσωτερική υποτίμηση. Ενδεχομένως, η παρουσία του Ολιβιέ Μπλανσάρ ως επικεφαλής οικονομολόγου να έχει παίξει κάποιο ρόλο σε αυτές τις όλο και συχνότερες «παραφωνίες». Ο 64χρονος, γαλλικής καταγωγής καθηγητής του ΜΙΤ δεν είναι κάποιος τυχαίος οικονομολόγος αλλά από τους διαπρεπέστερους της γενιάς του. Και σίγουρα δεν ανήκει στους ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε το Δεκέμβριο του 2011 «οι αγορές είναι σχιζοφρενικές: αντιδρούν θετικά σε κάθε ανακοίνωση μέτρων λιτότητας αλλά αντιδρούν αρνητικά όταν τα μέτρα αυτά οδηγούν σε ύφεση, όπως συμβαίνει συχνά.»