UNDER CONSTRUCTION

paragarepublic@gmail.com

Saturday, 17 August 2013

Το δημοσιονομικό θαύμα της Παναγίας



Λίγες μέρες πριν τον δεκαπενταύγουστο, ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανακοίνωσε περιχαρής την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,6 δις ευρώ το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2013. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του γραφείου του, τα στοιχεία αυτά «Επιβεβαιώνουν την ορθή κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας, αποδεικνύοντας ότι η Κυβέρνηση πορεύεται σταθερά, βήμα-βήμα, προς την επίτευξη των πρωτογενούς πλεονάσματος από φέτος».

Η είδηση προκάλεσε ευφορία στους φιλομνημονιακούς κύκλους σε Ελλάδα και Ευρωζώνη και ιδιαίτερα στη Μέρκελ και το κόμμα της που ενόψει εκλογών έχουν ένα ακόμα στοιχείο υπεράσπισης της πολιτικής τους. Στους υπόλοιπους προκάλεσε έκπληξη με μια δόση δυσπιστίας. Μόλις ένα μήνα πριν, τα στοιχεία του εξαμήνου Ιανουαρίου-Ιουνίου 2013 έδειχναν πρωτογενές έλλειμμα 1,5 δις ευρώ. Τι θαύμα έγινε και από το μείον 1,5 βρεθήκαμε στο συν 2,6 δηλαδή προέκυψε βελτίωση της τάξης των 4,1 δις σε ένα μόλις μήνα;

Μια προσεκτική ανάγνωση του τελευταίου δελτίου εκτέλεσης προϋπολογισμού επταμήνου με τα προσωρινά στοιχεία αποκαλύπτει τις δύο βασικές πηγές της βελτίωσης. Η πρώτη αφορά τις επιστροφές κερδών ύψους 1,5 δις των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από τις αγορές ελληνικών ομολόγων. Δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα αρκετά χαμηλότερα από την ονομαστική τους αξία λόγω του αυξημένου κινδύνου χρεοκοπίας αλλά τα εξοφλήθηκαν στο ακέραιο αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, κρίθηκε ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να συμπεριφέρονται σαν τους χειρότερους κερδοσκόπους και συμφωνήθηκε τα κέρδη αυτά να επιστραφούν στο ελληνικό δημόσιο, για την ακρίβεια να κατατεθούν στο λογαριασμό που τηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.  Από αυτή την άποψη, είναι μάλλον ανακρίβεια να ισχυριστεί κανείς ότι επηρεάζουν το πρωτογενές αποτέλεσμα καθώς αφορούν εκπτώσεις από πληρωμές τόκων. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν δίστασε να τα προσθέσει στα κρατικά έσοδα εμφανίζοντας ισόποση αύξηση.

Η δεύτερη πηγή βελτίωσης εντοπίζεται στο λογαριασμό εσόδων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, ο οποίος φτάνει τα 3,9 δις ευρώ στο επτάμηνο. Αυτό είναι εντυπωσιακό καθώς για το εξάμηνο τα συγκεκριμένα έσοδα ήταν μόλις 1,7 δις. Δηλαδή υπερδιπλασιάστηκαν σε ένα μόλις μήνα δημιουργώντας μια βελτίωση της τάξης των 2,2 δις ευρώ. Προφανώς, όταν αναφέρονται έσοδα ΠΔΕ πρόκειται για εισροές ευρωπαϊκών κονδυλίων οι οποίες έτυχε (;) να έρθουν μαζεμένες το συγκεκριμένο μήνα. Πράγματι, είναι η περίοδος που εκτελούνται τα αιτήματα πληρωμών αλλά αυτή τη φορά επιδείχθηκε ιδιαίτερος ζήλος. Όπως και να έχει, από λογιστικής απόψεως καταγράφεται στο πρωτογενές αποτέλεσμα, ωστόσο πρόκειται για ένα εξωγενές γεγονός που τίποτα δεν έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, αφορά την χρονική κατανομή των κονδυλίων και όχι το ύψος τους. Το ποσό των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων που θα εισρεύσει συνολικά για το έτος δεν πρόκειται να μεταβληθεί. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση εισέπραξε σε ένα μόλις μήνα το 43% των προβλεπόμενων ετήσιων εσόδων ΠΔΕ.

Αυτά τα δύο στοιχεία αθροίζονται σε 3,7 δις ευρώ. Τα υπόλοιπα 400 εκ. ευρώ που απομένουν για να φτάσουμε στα 4,1 δις, προκύπτουν ως συνήθως από συγκράτηση δαπανών καθώς τα φορολογικά έσοδα εξακολουθούν να βρίσκονται εκτός στόχων.

Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αποτελέσματα δεν περιλαμβάνουν τις καθυστερημένες επιστροφές φόρων και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου. Αν συνυπολογιστούν και αυτές, τότε εξακολουθεί να υπάρχει πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1,5 δις ευρώ. Και τέλος, πρόκειται για το αποτέλεσμα της κεντρικής κυβέρνησης που δεν περιλαμβάνει την τοπική αυτοδιοίκηση και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Τα τελευταία θα ανακοινωθούν σύντομα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού επταμήνου της γενικής κυβέρνησης όπου αναμένουμε με αγωνία να δούμε τι άλλο θαύμα θα προκύψει.

Wednesday, 3 July 2013

Η αριστερή λιτότητα

Η δημοσιονομική πολιτική είναι ο κατεξοχήν μηχανισμός αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος. Οι φόροι και οι εισφορές αποσπούν εισόδημα από κάποιους, οι δημόσιες δαπάνες το μεταβιβάζουν σε κάποιους άλλους και η διαφορά του πρώτου ποσού από το δεύτερο γίνεται δανεισμός από κάποιους τρίτους.

Παρόλα αυτά η συζήτηση συνήθως επικεντρώνεται στη λογιστική πλευρά του πράγματος, δηλαδή στο ύψος των εσόδων και των δαπανών που καθορίζουν το πρόσημο και το μέγεθος του δημοσιονομικού αποτελέσματος. Έτσι χαρακτηρίζουμε μια δημοσιονομική πολιτική επεκτατική ή περιοριστική ανάλογα με το αν αυξάνει ή μειώνει το έλλειμμα, χωρίς ωστόσο να πολυψάχνουμε τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις. Με το ίδιο σκεπτικό, θεωρούμε τη λιτότητα "κακό πράγμα", λες και το να ξοδεύεις λιγότερα και να εισπράττεις περισσότερα είναι αρνητικό από τη φύση του. Αυτή η απλούστευση είναι εν μέρει δικαιολογημένη αφενός γιατί η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής επηρεάζει ευθέως την οικονομική δραστηριότητα και αφετέρου γιατί είναι δύσκολο έως αδύνατο να μετρήσει κανείς με ακρίβεια το κόστος και το όφελος επιμέρους ομάδων.

Παρότι λοιπόν σε φυσιολογικές συνθήκες μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα υιοθετούσε ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης, η σημερινή κατάσταση δυσκολεύει τα πράγματα. Με δεδομένο τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές, μοναδική πηγή χρηματοδότησης του ελλείμματος είναι ο δανεισμός από τους θεσμικούς φορείς της τρόικας στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμφωνίας που η κυβέρνηση της Αριστεράς προτίθεται να καταγγείλει.

Αυτοί οι περιορισμοί αναγκάζουν την Αριστερά να σκεφτεί έξω από το παραδοσιακό κεϋνσιανό σχήμα του τύπου "δημοσιονομική επέκταση, μεγέθυνση, απασχόληση". Αντίθετα, πρέπει να αναζητήσει ρεαλιστική διέξοδο εκμεταλλευόμενη τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να επιτευχθεί ένα δεδομένο λογιστικό αποτέλεσμα, που διαφέρουν ριζικά όσον αφορά την κατανομή του βάρους και του οφέλους στον πληθυσμό.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς, θέλοντας να κερδίσει χρόνο, δηλαδή να κρατήσει ανοικτή τη χρηματοδότηση και την τρόικα στο τραπέζι, κάνει έναν "ιστορικό συμβιβασμό" αποδεχόμενη την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Ταυτόχρονα, καταγγέλλει το Μνημόνιο ως μέσο επίτευξης αυτής της σταθεροποίησης και καταθέτει ένα εναλλακτικό δημοσιονομικό πρόγραμμα που επιτυγχάνει παρόμοια λογιστικά αποτελέσματα με άλλα μέσα. Έχει νόημα μια τέτοια αριστερή λιτότητα; Υπάρχουν τρεις λόγοι που η απάντηση είναι καταφατική.

Πρώτον, παρότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τη στάση της τρόικας, μια τέτοια κίνηση μπορεί να τη βραχυκυκλώσει στερώντας τη δικαιολογία για άμεση αποχώρηση και διακοπή της χρηματοδότησης. Ειδικά αν το εναλλακτικό πρόγραμμα διαθέτει τεχνική επάρκεια και σοβαρή κοστολόγηση, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην ληφθεί υπόψη από τον διεθνή παράγοντα.

Δεύτερον, η ανακατανομή θα λειτουργήσει επεκτατικά με έμμεσο τρόπο αναδιανέμοντας εισόδημα από τα υψηλότερα εισοδήματα στα χαμηλότερα, που έχουν μεγαλύτερη ροπή προς κατανάλωση. Με απλά λόγια, αν ένας φτωχός βρεθεί με ένα χιλιάρικο παραπάνω στην τσέπη, θα το καταναλώσει χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ ο πλούσιος που θα το χάσει είναι μάλλον απίθανο να μειώσει την κατανάλωσή του ισόποσα. Για παράδειγμα η επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών σε εισοδήματα πάνω από κάποιο επίπεδο ή ένας ειδικός φόρος σε μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις μπορούν να συνοδεύσουν μια επαναφορά του αφορολόγητου. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να αφήνει αμετάβλητα τα έσοδα ή ακόμα και να τα αυξάνει ενισχύοντας ταυτόχρονα την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.

Τρίτον και κυριότερο, ο έλεγχος του προϋπολογισμού δίνει την εξουσία στο πολιτικό υποκείμενο που κυβερνάει να επιλέξει τους κερδισμένους και τους χαμένους μιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Πάνω σε αυτή την επιλογή μπορεί να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες και να διαμορφώσει φίλους και εχθρούς που θα κρίνουν την πολιτική του επιβίωση. Ούτως ή άλλως, αυτό κάνουν κατά κανόνα όλες οι κυβερνήσεις από καταβολής κοινοβουλευτικού συστήματος. Αν η κυβέρνηση της Αριστεράς καταφέρει να κερδίσει τη στήριξη των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού και εξασφαλίσει τουλάχιστον προσωρινά την ουδετερότητα της τρόικας, τότε έχει σοβαρές πιθανότητες να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους βασικούς εχθρούς της, που δεν είναι άλλοι από την εγχώρια οικονομική μαφία.

Monday, 20 May 2013

Η αβάσιμη αισιοδοξία του Υπουργού Εργασίας



Εδώ και δυο μήνες το Υπουργείο Εργασίας έχει θέσει σε λειτουργία το σύστημα «Εργάνη», ένα πληροφοριακό σύστημα παρακολούθησης των ροών στην αγορά εργασίας, δηλαδή των προσλήψεων, απολύσεων, λήξεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οικειοθελών αποχωρήσεων. Παρότι οι συγκεκριμένες ροές καταγράφονταν εδώ και πάνω από μια δεκαετία από τον ΟΑΕΔ, με το νέο σύστημα μπορεί κανείς να έχει επιπρόσθετες πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά των εργαζομένων όπως φύλο και ειδικότητα καθώς και τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων όπως ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας.

Η αναγγελία του συστήματος έγινε με αρκετές τυμπανοκρουσίες από τον Υπουργό Εργασίας, παρά το γεγονός ότι το βρήκε σχεδόν έτοιμο. Το εν λόγω πρόγραμμα έχει ανακοινωθεί (και πληρωθεί) αρκετές φορές κατά την τελευταία δεκαετία αλλά μόλις το Μάρτιο κατάφερε να ξεκινήσει η λειτουργία του.

Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο είναι ο τρόπος που προσπαθεί το Υπουργείο να θέσει το πληροφοριακό σύστημα καταγραφής στην υπηρεσία της κυβερνητικής προπαγάνδας. Στην πρώτη ανακοίνωση λειτουργίας του συστήματος και παρουσίασης των στοιχείων του Μαρτίου 2013, αναφέρονται οι «θετικές εξελίξεις» που παρατηρούνται στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των προσλήψεων φτάνει 46.488 ενώ το σύνολο των απωλειών θέσεων εργασίας (καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου, λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οικειοθελείς αποχωρήσεις) έφτασε τις 37.538. Αυτό συνεπάγεται μια καθαρή μεταβολή 8.950 της μισθωτής απασχόλησης. Αυτό το «θετικό ισοζύγιο» συγκρίνεται με το αντίστοιχο του περσινού Μαρτίου το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, ήταν αρνητικό και συγκεκριμένα -7.564.

Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του Απριλίου 2013 το Υπουργείο σχεδόν πανηγυρίζει. Οι προσλήψεις φτάνουν τις 89.779 και οι απώλειες τις 60.481 δηλαδή έχουμε μια καθαρή αύξηση της μισθωτής απασχόλησης κατά 29.298. Αυτό είναι υπερδιπλάσιο της αύξησης κατά 14.435 τον Απρίλιο του 2012.

Δικαιολογούν τα στοιχεία αυτά την εσπευσμένη αισιοδοξία του Υπουργού για την «εν δυνάμει παγίωση, αλλά και την κεφαλαιοποίηση (sic) αυτών των θετικών τάσεων»; Φαίνεται στον ορίζοντα η σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας; Θα θέλαμε όλοι να το πιστέψουμε αλλά δυστυχώς η απάντηση είναι ένα ξερό όχι.

Αυτό που έχει σημασία για την ανεργία δεν είναι ο απόλυτος αριθμός προσλήψεων και απολύσεων αλλά το ποσοστό τους στο σύνολο των ανέργων και απασχολούμενων αντίστοιχα. Έχει δηλαδή σημασία η «πιθανότητα» να βρει δουλειά ένας άνεργος και να τη χάσει ένας εργαζόμενος. Για να το υπολογίσουμε αυτό χρειαζόμαστε και τον αριθμό των άνεργων και απασχολούμενων της αντίστοιχης περιόδου. Χρησιμοποιώντας τα μηνιαία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το 2012 βρίσκουμε ότι τον Μάρτιο οι προσλήψεις ήταν στο 42% των ανέργων και οι απώλειες εργασίας στο 14% των απασχολούμενων. Τον Απρίλιο τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 58% και 13%.

Για τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2013 δεν έχουν ακόμα δημοσιοποιηθεί τα στοιχεία απασχόλησης και ανεργίας. Μπορούμε ωστόσο να υποθέσουμε ότι ακολουθούν την ίδια τάση με τους προηγούμενους μήνες. Δηλαδή, ότι η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της απασχόλησης και της ανεργίας τον Μάρτιο και Απρίλιο ήταν ίδια με εκείνη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου. Με αυτή την υπόθεση εκτιμάμε ότι τον Μάρτιο του 2013 ότι η πιθανότητα εύρεσης εργασίας μειώθηκε στο 34% και η πιθανότητα απώλειας εργασίας μειώθηκε επίσης στο 11%. Για τον Απρίλιο, η πιθανότητα εύρεσης εργασίας αυξήθηκε στο 65% αλλά το ίδιο έκανε και η πιθανότητα απώλειας που πήγε στο 17%. Με λίγα λόγια, τον Μάρτιο μειώθηκε η πιθανότητα να βρει ένας άνεργος δουλειά αλλά και η πιθανότητα ένας εργαζόμενος να τη χάσει. Αντίθετα, τον Απρίλιο, και οι δύο πιθανότητες αυξήθηκαν.

Δεν είναι καθόλου προφανές αν αυτές οι εξελίξεις είναι θετικές ή αρνητικές. Ένας τρόπος να τις αξιολογήσουμε είναι να υπολογίσουμε την ανεργία «σταθερής κατάστασης» κάθε μήνα, το ποσοστό δηλαδή που θα σταθεροποιούνταν η ανεργία αν οι πιθανότητες εύρεσης και απώλειας εργασίας του συγκεκριμένου μήνα διατηρούνταν για πάντα. Τα ποσοστά αυτά δείχνουν μια τάση μείωσης του ποσοστού ανεργίας τον Μάρτιο αλλά αύξησή του τον Απρίλιο. Συνεπώς, το πιο αισιόδοξο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι τον Μάρτιο βελτιώθηκε η κατάσταση αλλά τον Απρίλιο χειροτέρεψε.

Saturday, 16 February 2013

Φορολογία και δήμευση της ακίνητης περιουσίας




Πολλά ακούγονται τον τελευταίο καιρό για τη φορολογία στα ακίνητα. Το σχέδιο της κυβέρνησης – και δέσμευση προς την τρόικα – είναι η αναθεώρηση του φόρου ακίνητης περιουσίας προκειμένου να ενσωματώσει τα έσοδα από το ΕΕΤΗΔΕ, το γνωστό δηλαδή «χαράτσι» της ΔΕΗ. Το τελευταίο, πέρα από τα ζητήματα νομιμότητας που είχε δημιουργήσει, είχε και δύο επιπλέον προβλήματα: Αφενός δεν υπήρχε αφορολόγητο όριο καθώς οι ιδιοκτήτες επιβαρύνονταν από το πρώτο ευρώ αξίας του ακινήτου και αφετέρου υπήρχαν περιθώρια αποφυγής του φόρου καθώς ο ιδιοκτήτης μπορούσε απλά να διακόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στα ακίνητα που δεν χρησιμοποιούσε και να απαλλαγεί από τη φορολόγηση.

Ο φόρος ακίνητης περιουσίας, όπως και κάθε φόρος παγίου κεφαλαίου, έχει το δημοσιονομικό πλεονέκτημα ότι φορολογεί ένα απόθεμα και όχι μια συναλλαγή, όπως οι φόροι κατανάλωσης. Οι ιδιοκτήτες δηλαδή δεν έχουν και πολλά περιθώρια αποφυγής της φορολόγησης σε αντίθεση με τους φόρους κατανάλωσης όπου οι πολίτες μπορούν άμεσα να περιορίσουν τις συναλλαγές τους. Βέβαια αυτό το πλεονέκτημα υφίσταται μόνο βραχυχρόνια. Μακροχρόνια, θα περιοριστεί η ζήτηση ακινήτων, οι τιμές θα πέσουν και τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν. Εδώ βέβαια υπάρχει η λεπτομέρεια ότι ο φόρος υπολογίζεται στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και όχι στις εμπορικές με αποτέλεσμα το κράτος να έχει την ευχέρεια να παρακάμψει τις ενοχλητικές επιπτώσεις των φόρων στις τιμές (τις λεγόμενες στρεβλώσεις της αγοράς).

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι μοναδικοί φόροι που σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση στην περίοδο του μνημονίου ήταν οι φόροι περιουσίας καθώς έφτασαν στα 2,7 δις το 2012 από το μόλις 1,2 δις το 2011 – κυρίως λόγω του ΕΕΤΗΔΕ. Για το 2013 ο προϋπολογισμός προβλέπει την είσπραξη 3,2 δις και το όλο θέμα είναι ο καθορισμός των συντελεστών και των κλιμακίων του ενιαίου φόρου ακίνητης περιουσίας ώστε τα έσοδα να διατηρηθούν στο ίδιο επίπεδο και το 2014, χωρίς το ΕΕΤΗΔΕ. Μέχρι τώρα μόνο σενάρια έχουν διαρρεύσει που αναφέρουν αρχικό συντελεστή της τάξης του 0,1% - 0,15% σε περιουσίες πάνω από εκατό χιλιάδες ευρώ ο οποίος θα φτάνει μέχρι 1,5%-2% για περιουσίες πάνω από 3-4 εκ. ευρώ. Εδώ βέβαια κρύβονται οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της φορολογίας που αποτελούν και την ταμπακέρα της συζήτησης.

Με την πρώτη διαρροή των σεναρίων ξεκίνησαν κι οι πρώτες μουρμούρες και μάλιστα από βουλευτές της ΝΔ καταγγέλλοντας ότι ο ενιαίος φόρος ακινήτων θα οδηγήσει σε «δήμευση της ακίνητης περιουσίας των πολιτών». Με άλλα λόγια, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα αναγκαστούν να ρευστοποιήσουν την περιουσία τους προκειμένου να ανταποκριθούν στη συνολική φορολογική τους υποχρέωση σε βάθος χρόνου. Αυτό φαίνεται με ένα απλό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ακίνητη περιουσία αξίας εκατό χιλιάδων ευρώ φορολογείται με μέσο συντελεστή 0,1%, δηλαδή ο ιδιοκτήτης της πληρώνει φόρο εκατό ευρώ το χρόνο. Σε χίλια χρόνια (!) θα του έχει δημεύσει την περιουσία το κράτος. Ας υποθέσουμε τώρα ότι για περιουσία αξίας πέντε εκατομμυρίων ευρώ ο μέσος συντελεστής είναι 1%. Ο ιδιοκτήτης της θα πληρώνει φόρο πενήντα χιλιάδες ευρώ το χρόνο και η περιουσία του θα έχει πρακτικά δημευτεί σε εκατό χρόνια. Είναι προφανές ότι, λόγω των κλιμακωτών συντελεστών, το πρόβλημα της δήμευσης αυξάνεται ανάλογα με το ύψος της περιουσίας.

Φυσικά κανένας σημερινός ενήλικας μεγαλοϊδιοκτήτης δε θα κυκλοφορεί μετά από εκατό χρόνια αλλά εφόσον νοιάζεται για το μέλλον της περιουσίας του, δηλαδή για τους κληρονόμους του, έχει κάθε λόγο να ανησυχεί βλέποντας την τρόικα (και όχι τους κομμουνιστές, όπως νόμιζε κάποτε) να απειλεί να «του πάρει το σπίτι». Και όταν η εγχώρια ελίτ ανησυχεί επιστρατεύει το πολιτικό της προσωπικό, από τον Μάκη Βορίδη μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη, να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Το πράγμα όμως περιπλέκεται αφού η συγκεκριμένη φορολογική μεταρρύθμιση αποτελεί συμβατική υποχρέωση απέναντι στην τρόικα. Υπάρχει συνεπώς μια διαφαινόμενη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ εγχώριας ελίτ και τρόικας με αμφίβολη έκβαση. Προς το παρόν φαίνεται πως οι αντιδράσεις έπιασαν τόπο καθώς, αμέσως μετά την τελευταία συνάντηση των πολιτικών αρχηγών (Τετάρτη 6/2) το όλο σχέδιο φαίνεται να μπαίνει στο ψυγείο.


Monday, 14 January 2013

Τα λάθη στις προβλέψεις και οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές



Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε μια έκθεση γραμμένη από τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ και τον Ντάνιελ Λη που αναφέρεται στις εσφαλμένες προβλέψεις σχετικά με την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στην πραγματική οικονομία. Το σκεπτικό ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι η ύφεση υπήρξε πολλή βαθύτερη από την αναμενόμενη, δηλαδή οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την εξέλιξη του ΑΕΠ έχουν πέσει πανηγυρικά έξω. Τι μπορεί να πήγε στραβά; Θα μπορούσε να πρόκειται για τυχαίο γεγονός, όπως η παρουσία εξωγενών παραγόντων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν. Από την άλλη όμως, ίσως να πρόκειται για πρόβλημα στο ίδιο το μοντέλο που χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη και ειδικότερα στην υποτίμηση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στον καθορισμό του ΑΕΠ.

Για να απαντήσουν στο ερώτημα εξετάζουν τη σχέση ανάμεσα στο σφάλμα της πρόβλεψης και το εύρος της δημοσιονομικής συρρίκνωσης. Τα αποτελέσματά τους δείχνουν μια συστηματική σχέση ανάμεσα στα δύο μεγέθη, πράγμα που σημαίνει πως όσο μεγαλύτερη η δημοσιονομική συρρίκνωση τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το σφάλμα της πρόβλεψης, δηλαδή η πραγματική ύφεση θα είναι βαθύτερη από την προβλεπόμενη. Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής στη συνολική οικονομική δραστηριότητα είναι μεγαλύτερη από αυτή που υποθέτουν τα μοντέλα πρόβλεψης.

Η σχέση μεταξύ δημοσιονομικής πολιτικής και πραγματικής οικονομίας περιγράφεται από τους πολλαπλασιαστές. Οι τελευταίοι αφορούν την επίπτωση στη συνολική δαπάνη που προκαλεί μια μεταβολή των φόρων ή των δημόσιων δαπανών. Προφανώς, όσο μεγαλύτεροι οι πολλαπλασιαστές τόσο μεγαλύτερη η ύφεση που προκαλεί η δημοσιονομική συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, από το 2009 μέχρι το 2012 υπήρξε μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά περίπου 21 δις σε ονομαστικούς όρους, κάτι που μας δίνει προσεγγιστικά το μέγεθος της δημοσιονομικής συρρίκνωσης. Στην ίδια περίοδο το ονομαστικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 36 δις. Ένας μπακάλικος υπολογισμός μας λέει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι περίπου 1,7 (36 διά 21) δηλαδή κάθε 1 δις μείωσης του ελλείμματος συνεπάγεται μείωση του ΑΕΠ κατά 1,7 δις.

Η αντιπαράθεση για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές είναι από τις πιο παλιές στη μακροοικονομική θεωρία. Σύμφωνα με τον Κέινς, αν, για παράδειγμα, το κράτος απολύσει ένα δημόσιο υπάλληλο τότε οι δαπάνες μειώνονται κατά το μισθό του συγκεκριμένου υπαλλήλου. Ο απολυμένος με τη σειρά του θα σταματήσει να δαπανά με αποτέλεσμα να μειωθούν και οι εισπράξεις του σούπερ μάρκετ, του εστιατορίου της γειτονιάς του, του σπιτονοικοκύρη του, κλπ. Αυτοί με τη σειρά τους θα μειώσουν αναλόγως τις δαπάνες τους και συνεπώς τις εισπράξεις κάποιων άλλων και ούτω καθεξής. Δηλαδή η αρχική μείωση των δαπανών συνεχίζεται και το τελικό αποτέλεσμα στη ζήτηση είναι πολλαπλάσιο του αρχικού.

Για τους κλασικούς οικονομολόγους (δηλαδή πριν τον Κέινς) η σχέση απλά δεν υπήρχε. Ο απολυμένος υπάλληλος θα βρει δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον βέβαια η αγορά εργασίας λειτουργεί ανταγωνιστικά, δηλαδή οι μισθοί είναι αρκετά χαμηλοί ώστε να είναι επικερδής η πρόσληψή του. Ο πολλαπλασιαστής είναι μηδέν, όπως και γενικότερα η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Για τους σύγχρονους νέους-κλασικούς, η επίπτωση μπορεί να είναι αντίστροφη. Εφόσον οι κρατικές δαπάνες είναι χαμηλότερες μετά την απόλυση του υπαλλήλου, τότε και οι μελλοντικοί φόροι θα είναι χαμηλότεροι, δηλαδή τα άτομα θα έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα στο μέλλον. Λογικά, θα αρχίσουν από τώρα να ξοδεύουν ένα μέρος του μελλοντικού τους εισοδήματος με συνέπεια να υπάρξει αύξηση της ζήτησης. Έτσι οι πολλαπλασιαστές μπορεί εν τέλει να είναι και αρνητικοί. Αυτή είναι η σχετικά πρόσφατη θεωρία της επεκτατικής λιτότητας, που παρά την ελλιπέστατη θεωρητική και εμπειρική της τεκμηρίωση, έχει επικρατήσει απόλυτα.

Ωστόσο, είναι η δεύτερη φορά, μετά την έκθεση του περασμένου Οκτωβρίου, που οικονομολόγοι του ΔΝΤ αμφισβητούν ανοικτά βασικούς πυλώνες των προγραμμάτων σταθεροποίησης, δηλαδή τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εσωτερική υποτίμηση. Ενδεχομένως, η παρουσία του Ολιβιέ Μπλανσάρ ως επικεφαλής οικονομολόγου να έχει παίξει κάποιο ρόλο σε αυτές τις όλο και συχνότερες «παραφωνίες». Ο 64χρονος, γαλλικής καταγωγής καθηγητής του ΜΙΤ δεν είναι κάποιος τυχαίος οικονομολόγος αλλά από τους διαπρεπέστερους της γενιάς του. Και σίγουρα δεν ανήκει στους ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε το Δεκέμβριο του 2011 «οι αγορές είναι σχιζοφρενικές: αντιδρούν θετικά σε κάθε ανακοίνωση μέτρων λιτότητας αλλά αντιδρούν αρνητικά όταν τα μέτρα αυτά οδηγούν σε ύφεση, όπως συμβαίνει συχνά.»

Thursday, 6 December 2012

Τα παράδοξα της επαναγοράς του χρέους

Τη Δευτέρα ανακοινώθηκε η δημόσια πρόσκληση για την επαναγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Η πρόσκληση αφορά τίτλους που λήγουν από το 2024 μέχρι και το 2042 και οι τιμές κυμαίνονται από 30% μέχρι 40% της ονομαστικής αξίας. Η συνολική αξία των τίτλων υπερβαίνει τα 60 δισ., ενώ το μέγιστο ποσό που θα διατεθεί φτάνει μέχρι τα 10 δισ. και θα καλυφθεί με την έκδοση νέων ομολόγων εξάμηνης διάρκειας από τον EFSF.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι το ποσό των 10 δισ. δεν αρκεί για να αγοραστεί το σύνολο των εν λόγω ομολόγων. Ακόμα κι αν επιτευχθεί η επαναγορά στη χαμηλότερη τιμή, δηλαδή στο 30% της ονομαστικής αξίας, το μέγιστο χρέος που μπορούν να επαναγοράσουν τα 10 δισ. είναι περίπου 33 δισ. Δηλαδή η καθαρή μείωση του χρέους θα περιοριστεί, στην καλύτερη περίπτωση, στα 23 δισ.
Το δεύτερο ζήτημα είναι τι θα συμβεί στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία που θα προχωρήσουν στην ανταλλαγή. Όσον αφορά τις τράπεζες πιθανότατα να χρειαστούν επιπλέον κεφαλαιοποίηση που με τα σημερινά δεδομένα θα εγγραφεί ως δημόσιο χρέος. Όσον αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία, που κρατούν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων σε κρατικά ομόλογα, θα υπάρξει επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης με προφανείς επιπτώσεις στους ασφαλισμένους τους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στην επαναγορά, όπως και η συμμετοχή τους στο PSI, στερείται κάθε νοήματος. Τα ασφαλιστικά ταμεία συμπεριλαμβάνονται στη γενική κυβέρνηση, συνεπώς τα ομόλογα που κρατούν δεν επηρεάζουν το μέγεθος του χρέους όπως μετριέται με το κριτήριο του Μάαστριχτ (ακαθάριστο ομογενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης στο τέλος του έτους).

Το σημαντικότερο όμως ζήτημα είναι το κίνητρο της πώλησης των ομολόγων σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική τους αξία. Ο λόγος που πέφτει η τιμή των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές ή, ισοδύναμα, που αυξάνεται το επιτόκιο στην πρωτογενή, είναι ο αυξημένος κίνδυνος χρεωκοπίας. Το ομόλογο είναι μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής. Όταν υπάρχει πιθανότητα αθέτησης της υπόσχεσης, τότε όποιος δανείζει θα ζητήσει υψηλότερο επιτόκιο ώστε να αποζημιωθεί για τον αυξημένο κίνδυνο που αναλαμβάνει. Αντίστοιχα, όποιος έχει ήδη στα χέρια του το ομόλογο, θα προσπαθήσει να το ξεφορτωθεί ρίχνοντας την τιμή.

Με άλλα λόγια, φτηνή τιμή στα ομόλογα σημαίνει αυξημένη πιθανότητα χρεωκοπίας. Συνεπώς, το μοναδικό κίνητρο που έχει κάποιος να συμμετέχει στην επαναγορά είναι γιατί εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους και αθέτησης των πληρωμών στα ομόλογα που έχει εκδώσει. Όταν μάλιστα η κυβέρνηση προσπαθεί να αγοράσει φτηνά τα δικά της ομόλογα ουσιαστικά αποδέχεται την υψηλή πιθανότητα χρεωκοπίας. Όσο περισσότερο μάλιστα προσπαθεί να ρίξει την τιμή, τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο χρεωκοπίας αναγνωρίζει.

Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε σε ένα ενδιαφέρον παράλογο φαινόμενο. Όποιος έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση δεν έχει κανένα κίνητρο να πουλήσει τα ομόλογά του σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική. Αντίθετα, έχει κάθε λόγο να περιμένει μέχρι το 2024 ή το 2042 όπου, σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο και να εξαργυρώσει τότε τα ομόλογά του χωρίς να χάσει ούτε σέντς. Αν όμως σκεφτούν όλοι έτσι, τότε δεν θα προχωρήσει η επαναγορά και το ελληνικό χρέος δεν θα είναι βιώσιμο. Συνεπώς, για να καταστεί βιώσιμο το χρέος πρέπει κάποιοι να πιστέψουν ότι δεν είναι βιώσιμο. Ευτυχώς δηλαδή που η χώρα παραμένει αναξιόπιστη.

Tuesday, 24 July 2012

24/7/1974: Κάποιοι κατάλαβαν πότε ήταν καιρός να φύγουν


Σαν σήμερα πριν 38 χρόνια οι «συνταγματάρχες» παρέδωσαν την εξουσία. Μετά από εφτά χρόνια «στο γύψο» ο συνδυασμός του Πολυτεχνείου και της Κύπρου έδωσαν στη χούντα να καταλάβει ότι δεν κράταγε άλλο. Είτε θα πηγαίναμε για κάτι σαν εμφύλιο ή θα την έκαναν διακριτικά. Εικάζω ότι τους άδειασε και ο θείος από την Αμερική, έκαναν κάποια συμφωνία με τον Καραμανλή να μην υπάρξουν μαζικές διώξεις και αποχώρησαν ησύχως χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.

Από τότε ζούμε ευτυχείς σε ένα καθεστώς αφορολόγητης δημοκρατίας και ελεύθερης κρατικοδίαιτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας …

Και δυστυχώς οι γνωστοί πρωτεργάτες της 38ετίας (sic), τώρα που τα έχουν σκατώσει ανεπανόρθωτα δε λένε να ξεκουμπιστούν, σε αντίθεση με τους προηγούμενους. Χειρότεροι κι απ’ τον Καντάφι…